- ὄρρου
- ὄρροςboundarymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλκαλινουρία — η (Φυσιολ.) η αποβολή από τον οργανισμό ούρων με αλκαλική αντίδραση. Είναι αποτέλεσμα φυσιολογικής αντίδρασης τού οργανισμού, για να αποκαταστήσει την οξεοβασική ισορροπία τού ορρού τού αίματος (π.χ. στην αναπνευστική αλκάλωση). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek